Είναι μια αιματολογική εξέταση που στόχο έχει να προσδιορίσει τα επίπεδα της άλφα-φετοπρωτεΐνης (AFP) στο αίμα. H AFP είναι μια πρωτεΐνη...
ΚΑΛΕΣΤΕ ΜΑΣ: 2310.227.145
Ο βιοχημικός έλεγχος του σπέρματος αφορά την εξέταση άλλων παραμέτρων του σπέρματος εκτός των σπερματοζωαρίων. Το σπερματικό υγρό περιέχει μία σειρά ουσιών που εκκρίνονται από τα επικουρικά σεξουαλικά όργανα που περιλαμβάνουν κυρίως τον προστάτη, τις σπερματοδόχες κύστεις και τις επιδιδυμίδες. Οι ουσίες αυτές είναι απαραίτητες για τη σωστή φυσιολογία του σπέρματος και επικουρικά συνεισφέρουν σημαντικά στην επιβίωση των σπερματοζωαρίων στα πρώτα λεπτά (30-60 λεπτά) μέσα στον κόλπο της γυναίκας. Ο προστάτης παράγει πληθώρα ουσιών, ωστόσο, η λειτουργία μπορεί να ελεγχθεί αποτελεσματικά με τη μέτρηση των επιπέδων ψευδαργύρου (Zink ή Zn) στο σπερματικό υγρό. Ένας αξιόπιστος δείκτης της λειτουργία των σπερματοδόχων κύστεων είναι η μέτρηση των επιπέδων φρουκτόζης, ενώ η λειτουργία των επιδιδυμίδων ελέγχεται αποτελεσματικά με τη μέτρηση των επιπέδων της ουδέτερης γλουκοσιδάσης.
Ο έλεγχος των παραπάνω ουσιών είναι απαραίτητος, όταν υπάρχει υποψία απόφραξης της αποχετευτικής οδού του σπέρματος ή αγενεσίας (κληρονομική πάθηση κατά την οποία οι αποχετευτικές οδοί του σπέρματος δεν υπάρχουν). Επίσης, ο θεράπων ιατρός μπορεί να ζητήσει τις παραπάνω εξετάσεις, όταν υπάρχει πιθανότητα δυσλειτουργίας των επικουρικών αδένων, κυρίως εάν ο άντρας έχει ιστορικό αλλεπάλληλων ή σοβαρών λοιμώξεων στο κατώτερο ουροποιητικό και γενετικό σύστημα. Τέλος, σε επιλεγμένες περιπτώσεις ιδιοπαθούς (ανεξήγητης) υπογονιμότητας, όταν οι υπόλοιπες παράμετροι του σπέρματος είναι φυσιολογικές, ο άντρας θα πρέπει να ελεγχθεί και ως προς τις βιοχημικές παραμέτρους του σπέρματος.
Για τη σωστή λήψη δείγματος απαιτείται αποχή από εκσπερμάτιση 2-7 ημέρες. Οι επικουρικοί σεξουαλικοί αδένες παράγουν τις εκκρίσεις τους με αυξανόμενο ρυθμό κατά τη διάρκεια του σεξουαλικού ερεθισμού. Όσο μεγαλύτερο και εντονότερο είναι το σεξουαλικό ερέθισμα, τόσο καλύτερες ποιοτικά και ποσοτικά είναι οι παραγόμενες εκκρίσεις. Επομένως, η δειγματοληψία ύστερα από σεξουαλικό παιχνίδι θα έχει πιο αξιόπιστα αποτελέσματα από τις μετρήσεις που θα γίνουν σε δείγμα σπέρματος ύστερα από αυνανισμό στο εργαστήριο.
Παρουσία λοιμώξεων στο κατώτερο ουροποιογενετικό σύστημα, όπως ορχεο-επιδιδυμίτιδα, φλεγμονή των σπερματοδόχων κύστεων και προστατίτιδα, θα αλλοιώσουν τα αποτελέσματα, γι’ αυτό πρέπει πρώτα να θεραπευτούν, πριν προχωρήσει ο άντρας στην εξέταση. Παρομοίως, επεμβατικές πράξεις στην περιοχή, όπως αφαίρεση του ενός όρχεως (π.χ. λόγω κακοήθειας), βιοψία όρχεως, λήψη σπέρματος από την επιδιδυμίδα, βιοψία προστάτη κ.ά., πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τον θεράποντα ιατρό και να συνεκτιμώνται.
Η εκτίμηση των βιοχημικών παραμέτρων του σπέρματος γίνεται ταυτόχρονα με την εκτίμηση των σπερματοζωαρίων στο εργαστήριο με ειδικές τεχνικές. Ο σωστός τρόπος λήψης του δείγματος περιγράφεται αναλυτικά στην εξέταση «σπερμοδιάγραμμα». Και πάλι η συλλογή όλου του δείγματος είναι σημαντική για την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων. Τα βιοχημικά χαρακτηριστικά του σπέρματος καθορίζονται κυρίως από την ποσότητα του σπέρματος που βγαίνει τελευταίο κατά την εκσπερμάτιση.
Η δυσλειτουργία των παραπάνω επικουρικών σεξουαλικών αδένων μπορεί να οφείλεται και σε εξωτερικούς από αυτούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα έλλειψη ανδρογόνων (και κυρίως τεστοστερόνης), υποσιτισμός, αβιταμίνωση κ.ά..